πλινθινος

πλινθινος
    πλίνθινος
    πλίνθῐνος
    3
    сложенный из кирпичей, кирпичный
    

(οἰκία Her., Arst.; τεῖχος Xen.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "πλινθινος" в других словарях:

  • πλίνθινος — made masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλίνθινος — η, ο / πλίνθινος, ίνη, ινον, ΝΑ, και πλίθινος Ν [πλίνθος/πλίθος] αυτός που είναι κατασκευασμένος από πλίνθους, πλινθόκτιστος αρχ. αυτός που είναι κατασκευασμένος από πηλό, χωματένιος …   Dictionary of Greek

  • πλινθίνων — πλίνθινος made fem gen pl πλίνθινος made masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλίνθινον — πλίνθινος made masc acc sg πλίνθινος made neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλινθίνη — πλίνθινος made fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλινθίνην — πλίνθινος made fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλινθίνης — πλίνθινος made fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλινθίνου — πλίνθινος made masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλινθίνους — πλίνθινος made masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλινθίνῃ — πλίνθινος made fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλινθίνῳ — πλίνθινος made masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»